болѧринъ — БОЛѦРИН|Ъ (157), А с. То же, что бо˫аринъ: болѩриноу ||=съмѣрѩи главоу свою. (μεγιστᾶνι) Изб 1076, 80 об. 81; бѣ прьвыи оу кн˫азѩ въ бол˫арѣхъ имьньмь. iѡа(н). ЖФП XII, 33в; не рьци ми ˫ако бол˫аринъ ѥсмь ли посадьникъ. азъ волости не вѣдѣли.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εφηγούμαι — ἐφηγοῡμαι, έομαι (Α) 1. (με δοτ. προσ.) οδηγώ σε κάποιο τόπο 2. (ειδ. ως αττ. δικανικός όρος) οδηγώ τον δικαστικό άρχοντα στο μέρος όπου κρύβεται κακούργος τον οποίο εγώ δεν τολμώ να συλλάβω («τοῑς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
συντείνω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυντείνω Α [τείνω] συμβάλλω, συντελώ σε κάτι (α. «οι προσπάθειες όλων πρέπει να συντείνουν στην ανόρθωση τής χώρας» β. «τὰ συντείνοντα πρὸς τὸ ζῆν καλῶς», Αθηνί.) αρχ. 1. τείνω, τεντώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. εντείνω όλες τις… … Dictionary of Greek
ταμιεύω — ΝΑ [ταμία / ταμίας] 1. εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», Αριστοτ.) 2. αποταμιεύω αρχ. 1. (στην αρχ. Ρώμη) διαχειρίζομαι το δημόσιο ταμείο («ταμιεύων συχνά τών δημοσίων… … Dictionary of Greek