ἄρχουσιν

ἄρχουσιν
ἄρχω
to be first
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἄρχω
to be first
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
ἄρχων
ruler
masc dat pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • болѧринъ — БОЛѦРИН|Ъ (157), А с. То же, что бо˫аринъ: болѩриноу ||=съмѣрѩи главоу свою. (μεγιστᾶνι) Изб 1076, 80 об. 81; бѣ прьвыи оу кн˫азѩ въ бол˫арѣхъ имьньмь. iѡа(н). ЖФП XII, 33в; не рьци ми ˫ако бол˫аринъ ѥсмь ли посадьникъ. азъ волости не вѣдѣли.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εφηγούμαι — ἐφηγοῡμαι, έομαι (Α) 1. (με δοτ. προσ.) οδηγώ σε κάποιο τόπο 2. (ειδ. ως αττ. δικανικός όρος) οδηγώ τον δικαστικό άρχοντα στο μέρος όπου κρύβεται κακούργος τον οποίο εγώ δεν τολμώ να συλλάβω («τοῑς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • συντείνω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυντείνω Α [τείνω] συμβάλλω, συντελώ σε κάτι (α. «οι προσπάθειες όλων πρέπει να συντείνουν στην ανόρθωση τής χώρας» β. «τὰ συντείνοντα πρὸς τὸ ζῆν καλῶς», Αθηνί.) αρχ. 1. τείνω, τεντώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. εντείνω όλες τις… …   Dictionary of Greek

  • ταμιεύω — ΝΑ [ταμία / ταμίας] 1. εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», Αριστοτ.) 2. αποταμιεύω αρχ. 1. (στην αρχ. Ρώμη) διαχειρίζομαι το δημόσιο ταμείο («ταμιεύων συχνά τών δημοσίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”